Garbo$30903$ - translation to Αγγλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Garbo$30903$ - translation to Αγγλικά

WIKIMEDIA DISAMBIGUATION PAGE
World War II/Garbo; Garbo (disambiguation); GARBO

Garbo      
n. Garbo (Greta, actriz americana, nativa de Suecia)
Greta Garbo         
  • The approved application by Greta's mother to allow her name change from Gustafsson to Garbo.
  • John Gilbert]]
  • John Gilbert]] in ''[[A Woman of Affairs]]'' (1928)
  • Monument in [[Södermalm]]
  • In ''Camille'' (1936)
  • Garbo's grave at [[Skogskyrkogården]] Cemetery
  • Garbo signing her US citizenship papers in February 1951
  • The Saga of Gösta Berling]]'' (1924) with [[Lars Hanson]]
  • Anna Christie]]'' (1930)
  • Conquest]]'' (1937)
  • Portrait photograph of Greta Garbo, 1925
SWEDISH-AMERICAN ACTRESS (1905-1990)
Garbo, Greta; Greta Lovisa Gustafsson; Garbo Speaks; Garbo speaks; Greta Garbo filmography; Greta Louisa Gustafsson; Garboesque; Greta Gustafson; Mona Gabor; Greta Gustafsson
n. Greta Garbo (la diosa, actriz de cine nacida en Suecia, hizo una gran carrera en Hollywood)
garbo         
PÁGINA DE DESAMBIGUACIÓN DE WIKIMEDIA
= jauntiness, panache.
Ex: His jauntiness can wear a little thin, and the buff will be sorry there is no index, but there is much to be grateful for in this book.
Ex: It is a richly documented, smoothly narrated, and lavishly illustrated study by a historian who knows his stuff and tells it with panache.

Ορισμός

garbo
sust. masc.
1) Gallardía, gentileza de cuerpo especialmente al andar.
2) fig. Cierta gracia y perfección que se da a las cosas.
3) fig. poco usado Bizarría, desinterés y generosidad.

Βικιπαίδεια

Garbo